- παράβουλος
- παρά-βουλος,A v. παράβολος 11.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράβουλος — ον, Μ κακόβουλος, άπιστος, προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βουλος (< βουλή «σκέψη»)] … Dictionary of Greek
παραβουλία — ἡ, Μ [παράβουλος] απιστία, προδοσία … Dictionary of Greek